- φουλκίζω
- Μ(δ. γρ < ρ.) βλ. φουρκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουρκίζω — ΝΜ, και φουλκίζω Μ [φούρκα (Ι)] απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλα («φουρκίζω τα κλαδιά τού δέντρου») 2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τόν φούρκισε με τα λόγια… … Dictionary of Greek